δακτυλοδόχμη

δακτυλοδόχμη
δακτυλο-δόχμη, , die Breite von vier Querfingern, = παλαιστή

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δακτυλοδόχμη — δακτυλοδόχμη, η (Α) μέτρο πλάτους τεσσάρων δακτύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + δόχμη ή δοχμή «σπιθαμή, παλάμη»] …   Dictionary of Greek

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”